- υπεραποφατικος
- ὑπεραποφατικόςὑπερ-αποφᾰτικός3лог. усиленно-отрицательный
(Diog.L. - v. l. к ὑπεραποφαντικός)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Diog.L. - v. l. к ὑπεραποφαντικός)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπεραποφατικός — ή, όν, Α ο τελείως αρνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποφατικός «αρνητικός»] … Dictionary of Greek
ὑπεραποφατικόν — ὑπεραποφατικός denying doubly masc acc sg ὑπεραποφατικός denying doubly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραποφατικῶς — ὑπεραποφατικός denying doubly adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)